- προορατικότητα
- η, Νη ιδιότητα τού προορατικού, η ικανότητα να προβλέπει, να προμαντεύει κανείς κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < προορατικός. Η λ., στον λόγιο τ. προορατικότης, μαρτυρείται από το 1874 στον Δαμ. Χριστόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προορατικότητα — η η ιδιότητα του προορατικού, η προβλεπτικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προορατικός — ή, ό / προορατικός, ή, όν, ΝΜΑ [προορῶ] αυτός που έχει την ικανότητα να προβλέπει, ο προνοητικός μσν. αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ προορατικόν η ικανότητα πρόβλεψης αρχ. φρ. «τὸ προορατικὸν μέρος τῆς τέχνης» η προφητική ικανότητα στην αστρολογία.… … Dictionary of Greek